πασσαλείφω

πασσαλείφω
και πασσαλείβω
1. επαλείφω κάτι με πρόχειρο και άτεχνο τρόπο
2. λερώνω κάτι επαλείφοντας το («πάσσαλειψες τα ρούχα σου με τη σοκολάτα»)
3. αποκτώ ατελείς, επιπόλαιες γνώσεις.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πισσ-αλείφω < πισσ-αλοιφῶ (< πίσσα + -άλοιφος < αλοιφή < αλείφω), με αφομοιωτική τροπή τού -ι- σε -α-].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • κοπροφορώ — κοπροφορῶ, έω (Α) [κοπροφόρος] σκεπάζω ή λερώνω, πασσαλείφω κάποιον με κοπριά, με ακαθαρσίες («κοπροφορήσω σ εἰ λαλήσεις», Αριστοφ.) …   Dictionary of Greek

  • κοπρώ — (Α κοπρῶ, όω) [κόπρος (Ι)] ρυπαίνω κάτι με κόπρανα, πασσαλείφω με ακαθαρσίες …   Dictionary of Greek

  • παραλείφω — Α αλείφω λίγο, πασσαλείφω …   Dictionary of Greek

  • πασαλείβω — βλ. πασσαλείφω …   Dictionary of Greek

  • πασαλείφω — βλ. πασσαλείφω …   Dictionary of Greek

  • πασσάλειμμα — το [πασσαλείφω] 1. πρόχειρη και κακότεχνη επάλειψη 2. (ειρωνικά) επάλειψη τού προσώπου με πολλά καλλυντικά και με άτεχνο τρόπο 3. μτφ. απόκτηση ατελών γνώσεων, ημιμάθεια …   Dictionary of Greek

  • πασσαλείβω — βλ. πασσαλείφω …   Dictionary of Greek

  • προδιαχρίω — Α χρίω, αλείφω κάτι ή κάποιον σε όλη την έκταση προηγουμένως («προδιαχρίω τὰς ῥίνας», Διοσκ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + διαχρίω «αλείφω, πασσαλείφω»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”