- πασσαλείφω
- και πασσαλείβω1. επαλείφω κάτι με πρόχειρο και άτεχνο τρόπο2. λερώνω κάτι επαλείφοντας το («πάσσαλειψες τα ρούχα σου με τη σοκολάτα»)3. αποκτώ ατελείς, επιπόλαιες γνώσεις.[ΕΤΥΜΟΛ. < πισσ-αλείφω < πισσ-αλοιφῶ (< πίσσα + -άλοιφος < αλοιφή < αλείφω), με αφομοιωτική τροπή τού -ι- σε -α-].
Dictionary of Greek. 2013.